- εὐτρεπίζει
- εὐτρεπίζωmake readypres ind mp 2nd sgεὐτρεπίζωmake readypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτρεπιστής — ο, θηλ. ευτρεπίστρια (Α εὐτρεπιστής) [ευτρεπίζω] αυτός που ευτρεπίζει, που τακτοποιεί, που παρασκευάζει, ο ευπρεπιστής νεοελλ. η ευτρεπίστρια η γυναίκα που έχει ως επάγγελμα τον ευτρεπισμό, το συγύρισμα, τον καθαρισμό σπιτιών, γραφείων,… … Dictionary of Greek